Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Οι εκλογές και η κρίση αστικής νομιμοποίησης

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΗ Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου grousis@ath.forthnet.gr

Αν δεχτούμε ότι, με αστικά πάντοτε κριτήρια, η νομιμότητα είναι η συμφωνία με το γράμμα του νόμου και η νομιμοποίηση η συμφωνία με το πνεύμα του, ή ακόμη με την κοινή λογική, τότε είναι προφανές ότι ακόμη και αυτή η αστική νομιμοποίηση περνάει βαθιά κρίση.

Τρία και μόνον παραδείγματα αρκούν για να τεκμηριωθεί αυτός ο ισχυρισμός:

1 Οπως προκύπτει από τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των περιφερειακών εκλογών, οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι που εκλέχθηκαν, με δεδομένο το ποσοστό της αποχής, των λευκών και των άκυρων, εκφράζουν την επιλογή μιας μικρής μειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Ετσι, για παράδειγμα, κάποιος που πήρε το 51% των ψήφων στην Αττική, αν συνυπολογίσουμε αποχή, λευκά και άκυρα, που ήταν 75% (64% πανελλαδικά), πήρε στην πραγματικότητα 51% του 25% , δηλαδή κάτω από 13%! Και αν δίχως αμφιβολία με αυτό το ποσοστό και λίγο παραπάνω είναι αντίστοιχα νόμιμοι περιφερειάρχης ή δήμαρχος, άλλο τόσο έχουμε το δικαίωμα να τον αμφισβητούμε ως εκπρόσωπο της βούλησης της πλειοψηφίας του λαού της περιοχής του. Αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και αυτή η βούληση της πλειοψηφίας, όπως επεσήμανε ο Ρουσό μπορεί να απέχει κατά πολύ από τη γενική βούληση, δηλαδή τη δέουσα βούληση της πλειοψηφίας, αν αυτή ήταν πραγματικά ελεύθερη και όχι όπως είναι υπό τον καπιταλιστικό ζυγό, τότε καταλαβαίνουμε ότι αυτό το αποτέλεσμα είναι πολύπλευρα αμφισβητήσιμο· αν όχι στενά νομικά, σίγουρα λογικά, ηθικά και πολιτικά.

2 Ο κατά το αστικό μας σύνταγμα ανώτατος πολιτειακός άρχοντας, ή ο κατά Ρουσό ανώτατος υπηρέτης του λαού, δήλωσε ότι «μέμφεται (δηλαδή, κατηγορεί, ψέγει, κακίζει) όσους εκφράζουν την οργή τους από τον καναπέ», δηλαδή όσους απέχουν από τις εκλογές -εκτός κι αν εννοούσε ότι μέμφεται όσους δεν βγαίνουν να διαμαρτυρηθούν στους δρόμους, οπότε και ταπεινά του ζητάμε συγνώμη. Με αυτόν όμως τον τρόπο, ναι μεν υπερασπίζεται τόσο τον τυπικά υποχρεωτικό χαρακτήρα της ψήφου όσο, και κυρίως, την αστική περί δημοκρατίας αντίληψη, με βάση την οποία «οι πολίτες βγαίνουν για μια στιγμή από την εξάρτηση για να υποδείξουν τον αφέντη τους και ξαναμπαίνουν μέσα», από την άλλη όμως «μέμφεται» τους μισούς και βάλε ψηφοφόρους που απείχαν, θέτοντας θέμα δικής του νομιμοποίησης.

Και θέτει θέμα νομιμοποίησής του, διότι εκ του ρόλου του πρέπει να σέβεται και να υπηρετεί, και όχι να «μέμφεται», το μεγάλο εκείνο τμήμα του λαού που αποφάσισε να απέχει για να καταδείξει με αυτόν τον τρόπο τη δυσφορία του απέναντι σε μια πολιτική ξεπουλήματος και οδυνηρών μέτρων, την οποία μάλιστα και ο ίδιος αδιαμαρτύρητα προσυπογράφει.

3 Οταν ένα κόμμα γίνεται κυβέρνηση κρύβοντας τις πραγματικές του διαθέσεις και την άλλη μέρα της επικράτησής του εφαρμόζει μια πολιτική με την οποία διαφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία, η ίδια κυβέρνηση φοράει στις περιφερειακές εκλογές τα προσωπεία των δήθεν ανεξάρτητων, με κορυφαία εκείνα του γίγαντα του σοσιαλισμού Τατούλη και του συνιδρυτή του κόμματος «Δράση», του ακραιφνούς νεοφιλελεύθερου Στέφανου Μάνου, και του Γιάννη Μπουτάρη (για να μην ξεχνιόμαστε), φτάνει να υφαρπάξει ψήφους, εξαντλεί και το τελευταίο κομματικό της απόθεμα, εκείνο των τέως ΠΑΣΟΚων με πολιτικά, της «Δημοκρατικής Αριστεράς», που φόρεσαν πια την κανονική στολή τους, και παρ' όλα αυτά δεν κατορθώνει παρά να αποσπάσει μια ισχνή μειοψηφία του εκλογικού σώματος, έχουμε σοβαρότατη κρίση νομιμοποίησης.

Αυτήν λοιπόν την πολύπλευρη κρίση της αστικής νομιμοποίησης καλούμαστε να την αποκαλύψουμε, να τη βαθύνουμε ακόμη παραπέρα, να συμβάλουμε για να γίνει συνείδηση του λαού μας, έτσι ώστε αυτός να αποβάλει κάθε δέος, σεβασμό και θετική προκατάληψη προς την αστική εξουσία και να επιδιώξει να την ανατρέψει.

Σημαντικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση καλείται να παίξει η αντικαπιταλιστική Αριστερά, μέσα από την κλιμάκωση των αγώνων, τον συντονισμό της δράσης της, τη μετωπική της πολιτική, την απαγκίστρωσή της από σεχταρισμούς και δόγματα, που την καθιστούν αφερέγγυα ως εναλλακτική λύση απέναντι στις δυνάμεις του κατεστημένου, μέσα από το άνοιγμα ενός διαλόγου για το σοσιαλιστικό μας μέλλον που θα το καταστήσει ελκτικό για τις λαϊκές δυνάμεις και κυρίως για τη νέα γενιά. Και όλα αυτά με το βλέμμα στραμμένο όχι δα, κατά τα πρότυπα του Lassalle, κυρίως στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, με στόχο την παγίωση των θετικών αποτελεσμάτων και την αύξησή τους, αλλά την επαναστατικοποίηση της λαϊκής συνείδησης.

Το δίδαγμα της Ιρλανδίας


Από Το Ποντίκι 18.11.2010 (απ' όπου και το σκίτσο του Π. Τσιολάκη)

Του Δημήτρη Καζάκη

οικονομολόγου - αναλυτή

Η Ιρλανδία βρίσκεται στα πρόθυρα της επίσημης πτώχευσης. Κι αυτό ανεξάρτητα από το αν θα λάβει «βοήθεια» ή «στήριξη» από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτή τη στιγμή, ανάμεσα στα όργανα της Ε.Ε., τις ΗΠΑ, το ΔΝΤ, τον γερμανικό άξονα στην Ευρωζώνη και τις «αγορές» παίζεται μια παρτίδα πόκερ για πολύ γερά νεύρα.

Οι βασικοί παίκτες αυτής της παρτίδας αδιαφορούν για την τύχη χωρών και λαών. Το ζητούμενο είναι ποιος και με ποιους όρους θα διαχειριστεί τη χρεοκοπία των χωρών της Ευρωζώνης και έτσι θα καθορίσει την τύχη του ευρώ.

Η ιρλανδική κυβέρνηση μέχρις στιγμής εμφανίζεται να αρνείται την προσφυγή στον μηχανισμό του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το μόνο που φαίνεται να συζητά είναι η χρηματοδότηση από το Ταμείο για τις τράπεζές της, που ομολογουμένως είναι σε άθλια κατάσταση. Σύμφωνα με την Irish Independent (15.11), ο υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας Μπράιαν Λένιχαν θα υποστηρίξει στο Ecofin την ανάγκη χρηματοδότησης μόνο των τραπεζών με 50 έως 80 δισ. ευρώ, για την αποπληρωμή των οποίων θα είναι υπεύθυνες μόνο οι τράπεζες.

Έτσι η κυβέρνηση της Ιρλανδίας θέλει να αποφύγει την απευθείας χρηματοδότηση του ιρλανδικού κράτους από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό προκειμένου να γλιτώσει ένα Μνημόνιο και μια δανειακή σύμβαση τύπου Ελλάδας.

Πίσω από αυτή τη διστακτικότητα της ιρλανδικής κυβέρνησης βρίσκεται ο φόβος μήπως και «ντροπιαστεί» στη διεθνή κοινότητα, όπως ισχυρίζεται η ίδια. Αυτό που πραγματικά φοβάται είναι ότι θα χάσει κι αυτά τα μηδαμινά περιθώρια ελιγμών και ελευθερίας κινήσεων που είχε μέχρι σήμερα εντός του ευρώ. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η υπαγωγή της Ιρλανδίας στο Ευρωπαϊκό Ταμείο θα τη μεταβάλει και επίσημα σε χώρα υπό καθεστώς κηδεμονίας σαν την Ελλάδα.

Κι αυτό ίσως πυροδοτήσει απρόσμενες αντιδράσεις από τον ιρλανδικό λαό, ο οποίος έχει δεχθεί στωικά τα πάνδεινα έως σήμερα, αλλά η κυβέρνηση τρέμει το ενδεχόμενο της μετατροπής της χώρας σε επίσημο προτεκτοράτο, κάτι που μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα ανεξέλεγκτων κοινωνικών αντιδράσεων.

Στη σκιά του «όχι»

Το αίμα που έχει χυθεί για την εθνική ανεξαρτησία της Ιρλανδίας δεν έχει ξεχαστεί από τον ιρλανδικό λαό, όπως απέδειξε και το δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας τον Ιούνιο του 2008, όπου το 54% των Ιρλανδών είπε «όχι» στην υιοθέτησή της. Το βασικό επιχείρημα που έπεισε την πλειονότητα των Ιρλανδών να καταψηφίσουν την ευρωσυνθήκη ήταν η απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας.

«Μην έχετε καμιά αυταπάτη: αν η Συνθήκη της Λισσαβώνας επικυρωθεί, τότε το κυρίαρχο ανεξάρτητο ιρλανδικό έθνος θα πάψει να υπάρχει. Το όνειρο για το "δικαίωμα του λαού της Ιρλανδίας στην κατοχή της Ιρλανδίας και στον απρόσκοπτο έλεγχο των ιρλανδικών πεπρωμένων" ήταν αυτό που τροφοδότησε για αιώνες τους αγώνες που διεξήγαγαν οι Θίοντορ Γουλφ Τόουν, Ρόμπερτ Έμετ, Πάτρικ Πιρς και Τζέιμς Κόνολι. Η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας που συνεπάγεται η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν σημαίνει παρά την αποκήρυξη αυτών των αγώνων ανά τους αιώνες», έγραφε στους Irish Times (22.9.2009) ένας από τους πρωτεργάτες του «όχι» στο δημοψήφισμα της Ιρλανδίας.

Φυσικά η Συνθήκη της Λισσαβώνας επιβλήθηκε παρά και ενάντια στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Άλλωστε μετά το ιρλανδικό δημοψήφισμα οι προύχοντες και οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών θεώρησαν ότι ακόμη και η τυπική προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία αποτελεί πρόβλημα και έτσι αρνήθηκαν να ξαναγίνουν δημοψηφίσματα στις χώρες - μέλη.

Οι λαοί δεν πρέπει να έχουν κανέναν λόγο, μόνο οι κυβερνήσεις τους, που ξέρουν πώς να εξαγοράζονται, να πιέζονται, να εκπορνεύονται και γενικά να υποτάσσονται πάντα σε συμφέροντα ανώτερα από εκείνα του απλού κόσμου. Αυτές είναι οι «δημοκρατικές» αξίες της άδολης και άσπιλης Ε.Ε. που επιβάλλει σήμερα καθεστώτα κατοχής για να προφυλάξει τις τράπεζες, τα επενδυτικά κεφάλαια και τις αγορές από τους «διεφθαρμένους» λαούς της Ευρωζώνης.

Σήμερα, ύστερα από σχεδόν δυο χρόνια άγριας και αιματηρής λιτότητας υπέρ του ευρώ και στα πλαίσια της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το «όχι» αυτό συγκεντρώνει πολύ πάνω από το 70% των Ιρλανδών. Αυτό σκέφτεται η κυβέρνηση της Ιρλανδίας και τρέμει στην ιδέα επιβολής καθεστώτος ανάλογου με αυτό της Ελλάδας.

Με συναίνεση των δυο μεγαλύτερων κομμάτων Fianna Fáil και Fine Gael εφαρμόζεται στην Ιρλανδία ήδη από τις αρχές του 2009 ένα από τα χειρότερα προγράμματα λιτότητας που έχει εφαρμοστεί στην Ευρωζώνη, το οποίο εύστοχα από ορισμένους Ιρλανδούς δημοσιολόγους συγκρίνεται με τη Μεγάλη Πείνα που σάρωσε την Ιρλανδία στις αρχές του 19ου αιώνα με πάνω από 1 εκατομμύριο θύματα.

«Τότε οι αποικιοκράτες αφέντες της Ιρλανδίας αναδιάρθρωσαν μαζικά την εθνική οικονομία μετατρέποντας ουσιαστικά την ιρλανδική εξοχή σε ένα μεγάλο βοσκοτόπι, όπου ένα ζωικό κεφάλαιο για εξαγωγή μπορούσε να βοσκήσει. Τώρα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν εγκατασταθεί στην Πλατεία Μέριον (σ.σ.: εκεί βρίσκεται το κυβερνητικό μέγαρο) για να επιβλέπουν τις περικοπές στην ιρλανδική οικονομία αξίας 15 δισ. ευρώ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια...

Ευφυώς η ιρλανδική κυβέρνηση προβλέπει ότι μια τέτοια κοινωνία, με κομμάτια από τα πόδια και τα χέρια της ακρωτηριασμένα, δεν θα χρειάζεται τον ίδιο πληθυσμό. Γι' αυτό άφησε να εννοηθεί ότι 40.000 θα χρειαστεί να μεταναστεύσουν ώστε να διατηρηθεί το επίπεδο της ανεργίας στο σημερινό επίπεδο του 13,8%» (Presseurop, 15.11).

Το βασικό επιχείρημα με το οποίο ο δικομματισμός «έπεισε» τον ιρλανδικό λαό να υπομείνει μέχρι σήμερα αυτό το πρόγραμμα λιτότητας ήταν η διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας.

Με την αμέριστη βοήθεια μιας από τις πιο ξεπουλημένες κεντρικές ηγεσίες συνδικάτων στην Ε.Ε., η οποία τείνει να είναι χειρότερη – αν είναι δυνατόν! – ακόμη και από τη διοίκηση της δικής μας ΓΣΕΕ, οι κυβερνήσεις της Ιρλανδίας διατυμπάνιζαν ότι οι εργαζόμενοι και ο λαός της χώρας έπρεπε να ματώσουν γιατί διαφορετικά θα έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους το ΔΝΤ και η Κομισιόν, με αποτέλεσμα να χαθεί η εθνική κυριαρχία.

Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη ομιλία της Μέρι Ο'Ρουρκ, ιστορικού ηγετικού στελέχους του κυβερνώντος κόμματος Fianna Fáil, στη Λέσχη 1916-1922, με αφορμή τους αγώνες των Ιρλανδών για την εθνική ανεξαρτησία τους:

«Για μια ακόμη φορά το Fine Gael και το Fianna Fáil έχουν πολλά που τα ενώνουν. Και τα δυο έχουν πολύ κοντινές θέσεις σχετικά με το πώς μπορούμε με τον καλύτερο τρόπο να αντιμετωπίσουμε τη χρηματοπιστωτική κρίση στην οποία βρεθήκαμε. Το Fine Gael συμφωνεί με την κυβέρνηση του Fianna Fáil σχετικά με το μέγεθος και το εύρος των περικοπών που χρειάζονται.

Αυτή την εβδομάδα ο Ευρωπαίος επίτροπος Όλι Ρεν τόνισε τη σημασία της πολιτικής συναίνεσης πάνω στον προϋπολογισμό. Κάθε μας κίνηση βρίσκεται υπό ενδελεχή εξέταση από τις διεθνείς αγορές χρήματος, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ... Για μια ακόμη φορά η εθνική μας κυριαρχία βρίσκεται σε κίνδυνο. Αν δεν αντιμετωπίσουμε εμείς οι ίδιοι τα δικά μας οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα, οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ θα έρθουν να το κάνουν για μας» (Irish Times, 13.11).

Αναμενόμενη κατάρρευση

Στην Ιρλανδία χρησιμοποιείται το επιχείρημα της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας για να μην τεθεί η χώρα υπό το καθεστώς κηδεμονίας της τρόικας, ενώ στην Ελλάδα χρησιμοποιείται το ίδιο επιχείρημα από τους κυβερνώντες για να υποστεί η χώρα και ο λαός της το καθεστώς αυτό. Είναι μια διαφορά που λέει πολλά για τη σημερινή κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου, αλλά και για όλους όσοι έχουν ταχθεί υπέρ του μνημονίου.

Ωστόσο η κατάρρευση της οικονομίας της Ιρλανδίας ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενο. Κι αυτό γιατί στηρίχθηκε στη λογική της προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό, πάνω στην οποία στήριξε ολόκληρη την ανάπτυξή της, σε βάρος των εσωτερικών αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας της. Οικονομίες σαν κι αυτήν δεν είναι παρά διάττοντες αστέρες στο παγκόσμιο στερέωμα των αγορών. Ανατέλλουν και δύουν το ίδιο απότομα στην πρώτη ιδιοτροπία ή σύσπαση της διεθνούς αγοράς κεφαλαίων.

Τη δεκαετία πριν από την παγκόσμια κρίση η Ιρλανδία ήταν το «οικονομικό θαύμα» που χαρακτηρίστηκε Κέλτικη Τίγρης. Οι ρυθμοί ανόδου και οι πολιτικές της Ιρλανδίας αποτελούσαν παράδειγμα για όλους. Η χώρα προκειμένου να προσελκύσει ξένες επενδύσεις μείωσε τους συντελεστές φορολογίας των πολυεθνικών γύρω στο 12%, ενώ παραχώρησε φορολογική ασυλία στα επαναπατριζόμενα κέρδη και στα αποθεματικά που υποτίθεται ότι προορίζονταν για επιχειρηματική έρευνα και ανάπτυξη.

Ταυτόχρονα ελαστικοποίησε και απελευθέρωσε πλήρως τις εργασιακές σχέσεις, καθήλωσε τους μισθούς και τροφοδότησε αφειδώς μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και των τραπεζών της με φθηνό χρήμα τις πολυεθνικές που ήθελαν να φτιάξουν εργοστάσια στην Ιρλανδία.

Το αποτέλεσμα ήταν όντως να προσελκύσει τις περισσότερες ξένες επενδύσεις, κυρίως από τις ΗΠΑ, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Υπήρξε ο αγαπημένος προορισμός κυρίως των αμερικάνικων πολυεθνικών για φορολογική ασυλία. Όλα αυτά βέβαια είχαν το τίμημά τους. Η μαζική ανεργία ποτέ δεν τιθασεύτηκε, η φτώχεια έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας στη βάση των ξένων επενδύσεων αποδυνάμωσε εντελώς την εσωτερική αγορά και ζήτηση της οικονομίας.

Ταυτόχρονα ενθαρρύνθηκε η τραπεζική κερδοσκοπία, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι πολυεθνικές και να αντληθούν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές. Έτσι η Ιρλανδία έφτασε στο σημείο στις παραμονές της παγκόσμιας κρίσης να έχει τράπεζες με χρέος 10 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της χώρας.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο το γεγονός ότι η Ιρλανδία ήταν η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που επλήγη καίρια από την παγκόσμια κρίση. Οι πολυεθνικές απέσυραν τα κεφάλαιά τους και ανέστειλαν τη λειτουργία τους, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και μια οικονομία χωρίς την απαιτούμενη εσωτερική παραγωγική βάση για να αντιδράσει στην κρίση. Οι τράπεζες της Ιρλανδίας βρέθηκαν επίσης σε πλήρη αδυναμία να χρηματοδοτηθούν από τις παγκόσμιες αγορές κεφαλαίου και έτσι ανέλαβε το κράτος να τις χρηματοδοτεί εκδίδοντας συνεχώς νέα ομόλογα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος του.

Τέλος, η ανάγκη υποστήριξης του ευρώ καταδίκασε την Ιρλανδία σε μια διαρκή λιτότητα και δραστικές περικοπές, προκειμένου να πειστούν οι αγορές ότι το ευρώ παραμένει «ισχυρό» και έτσι να συνεχίσουν να αποδέχονται κρατικά, τραπεζικά και επιχειρηματικά ομόλογα της Ευρωζώνης. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της χρεοκοπίας της Ιρλανδίας, η οποία απειλεί σήμερα να μετεξελιχθεί σε επίσημη πτώχευση.

Από κοντά η Ισπανία

Θα αποφύγει η Ιρλανδία την επίσημη πτώχευση; Ανεξάρτητα από το αν υπαχθεί σε καθεστώς επιτήρησης και κηδεμονίας από την τρόικα, η πτώχευση είναι αναπόφευκτη. Είναι απλά θέμα χρόνου. Όχι μόνο για την Ιρλανδία, αλλά και για την Πορτογαλία, όπως φυσικά και για την Ελλάδα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Bloomberg (8/11) στους στρατηγικούς αναλυτές της παγκόσμιας αγοράς η συντριπτική πλειοψηφία θεωρεί ότι μέσα στους επόμενους 12 με 18 μήνες θα αναγκαστεί σε πτώχευση η Ιρλανδία αμέσως μετά την Ελλάδα, ενώ η Πορτογαλία θα βρεθεί στην ίδια θέση.

Από κοντά ακολουθεί η Ισπανία, η οποία προς το παρόν επιβιώνει όχι μόνο λόγω της στήριξης των τραπεζών της από την ΕΚΤ, αλλά και από τη μετάθεση μέρους του χρέους της στις εσωτερικές της περιφέρειες. Έτσι πτώχευσε η Καταλονία και απειλούνται με πτώχευση οι άλλες περιφέρειες, προκειμένου να αποφύγει την πτώχευση η κεντρική κυβέρνηση της Ισπανίας. Ως πότε;

Την ίδια τύχη προβλέπουν οι παράγοντες της αγοράς και για την Ιταλία, ενώ πρόσφατα αξιολόγησαν τις προοπτικές της Γαλλίας σε χειρότερο επίπεδο από εκείνο της Χιλής και της Βραζιλίας, που έχουν υποστεί την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον από δυο αναδιαρθρώσεις χρέους (Bloomberg, 14/11).

Όλα αυτά δεν οφείλονται στα εσωτερικά δημοσιονομικά προβλήματα κάθε χώρας, τα οποία είναι παράγωγα της κρίσης, αλλά στην τρομακτική εξάρτησή τους από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κεντρικός τραπεζίτης της Ιρλανδίας φέρεται να είπε πρόσφατα ότι «αν και μπορεί να μην μας αρέσει, πρέπει να ανταποκρινόμαστε άμεσα σε κάθε τι που οι δανειστές αναμένουν και να τους πείθουμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια κατάσταση όπου το χρέος δεν βρίσκεται εκτός ελέγχου» (Irish Times, 12/11).

Όσο κυριαρχεί αυτή η λογική δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία. Οι χώρες θα βυθίζονται μέσα στη χρεοκοπία τους έως ότου η επίσημη πτώχευση (ελεγχόμενη ή ανεξέλεγκτη) θα γίνει αναπόφευκτη.

Ο χρόνος μετρά αντίστροφα

Γιατί όμως οι χώρες της Ευρωζώνης βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της χρεοκοπίας; Τον λόγο τον εξηγεί αρκετά καλά ο γνωστός αναλυτής Μάρσαλ Άουερμπακ:

«Ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης είναι χάλια. Όλα τα μέλη της Ευρωζώνης είναι παγιδευμένα μέσα σ’ αυτό το νομισματικό τερατούργημα, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας. Η Γερμανία μπορεί να κατοικεί στη σουίτα του ρετιρέ, αλλά αυτή βρίσκεται σ’ ένα άθλιο και ετοιμόρροπο μοτέλ» (Naked Capitalism, 8/11).

Στο ίδιο πνεύμα κι ένας από τους πιο γνωστούς οικονομικούς σχολιαστές του Bloomberg, ο Μάθιου Λιν, έγραφε πρόσφατα:

«Ποιος έχει σειρά; Πρώτα η Ελλάδα βάρεσε κανόνι. Τώρα η Ιρλανδία είναι στα πρόθυρα μιας διάσωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Όταν αυτό θα συμβεί, θα ακούσουμε πολλά καθησυχαστικά λόγια για το πώς η μόλυνση σταμάτησε, για το πώς η Ευρωζώνη έχει τεθεί σε πιο στέρεη βάση και το κοινό νόμισμα σώθηκε. Θα υπάρξει πολύ μεγάλη ρητορική για τη σπουδαιότητα του ευρωπαϊκού σχεδίου.

Αυστηρές καταδίκες των κερδοσκόπων θα ακουστούν σε ολόκληρη την ήπειρο. Μην πιστέψετε ούτε λέξη. Το ευρώ έχει μετατραπεί σε μηχανή χρεοκοπίας. Μόλις οι αγορές τελειώσουν με την Ιρλανδία, θα γυρίσουν απλά την προσοχή τους στην Πορτογαλία και στην Ισπανία και κατόπιν στην Ιταλία και στη Γαλλία. Υπάρχει μια διαδικασία ντόμινο σε λειτουργία και ύστερα από κάθε διάσωση, τα ρήγματα στο εσωτερικό του ευρώ όλο και διευρύνονται» (Bloomberg, 16/11).

Η «διάσωση» της Ιρλανδίας – όπως κι αν γίνει, όποια μορφή κι αν πάρει – θέτει εκ των πραγμάτων θέμα άμεσης πτώχευσης της Ελλάδας, αλλά και των άλλων χρεοκοπημένων χωρών της Ευρωζώνης. Τα γερμανογαλλικά σχέδια για τροποποίηση της ευρωσυνθήκης για να επιτρέπεται η «ελεγχόμενη πτώχευση» αυτών των χωρών είναι ακόμη στα χαρτιά.

Ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Γι' αυτό και όποιος δεν τοποθετείται απέναντι στο ενδεχόμενο της άμεσης πτώχευσης, όποιος δεν μιλά ανοιχτά και ξεκάθαρα για την ανάγκη να απαλλαγεί η χώρα από το καθεστώς χρεοκοπίας, από το τοκογλυφικό χρέος και το δόκανο του ευρώ, ώστε να γλυτώσει τα πολύ χειρότερα, τότε γίνεται εκ των πραγμάτων συνεργός. Όσες δικαιολογίες κι αν εφευρίσκει, όσες εθνικές, πατριωτικές και ταξικές φανφάρες κι αν παιανίζει.