Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Οι εκλογές και η κρίση αστικής νομιμοποίησης

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΗ Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου grousis@ath.forthnet.gr

Αν δεχτούμε ότι, με αστικά πάντοτε κριτήρια, η νομιμότητα είναι η συμφωνία με το γράμμα του νόμου και η νομιμοποίηση η συμφωνία με το πνεύμα του, ή ακόμη με την κοινή λογική, τότε είναι προφανές ότι ακόμη και αυτή η αστική νομιμοποίηση περνάει βαθιά κρίση.

Τρία και μόνον παραδείγματα αρκούν για να τεκμηριωθεί αυτός ο ισχυρισμός:

1 Οπως προκύπτει από τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των περιφερειακών εκλογών, οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι που εκλέχθηκαν, με δεδομένο το ποσοστό της αποχής, των λευκών και των άκυρων, εκφράζουν την επιλογή μιας μικρής μειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Ετσι, για παράδειγμα, κάποιος που πήρε το 51% των ψήφων στην Αττική, αν συνυπολογίσουμε αποχή, λευκά και άκυρα, που ήταν 75% (64% πανελλαδικά), πήρε στην πραγματικότητα 51% του 25% , δηλαδή κάτω από 13%! Και αν δίχως αμφιβολία με αυτό το ποσοστό και λίγο παραπάνω είναι αντίστοιχα νόμιμοι περιφερειάρχης ή δήμαρχος, άλλο τόσο έχουμε το δικαίωμα να τον αμφισβητούμε ως εκπρόσωπο της βούλησης της πλειοψηφίας του λαού της περιοχής του. Αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και αυτή η βούληση της πλειοψηφίας, όπως επεσήμανε ο Ρουσό μπορεί να απέχει κατά πολύ από τη γενική βούληση, δηλαδή τη δέουσα βούληση της πλειοψηφίας, αν αυτή ήταν πραγματικά ελεύθερη και όχι όπως είναι υπό τον καπιταλιστικό ζυγό, τότε καταλαβαίνουμε ότι αυτό το αποτέλεσμα είναι πολύπλευρα αμφισβητήσιμο· αν όχι στενά νομικά, σίγουρα λογικά, ηθικά και πολιτικά.

2 Ο κατά το αστικό μας σύνταγμα ανώτατος πολιτειακός άρχοντας, ή ο κατά Ρουσό ανώτατος υπηρέτης του λαού, δήλωσε ότι «μέμφεται (δηλαδή, κατηγορεί, ψέγει, κακίζει) όσους εκφράζουν την οργή τους από τον καναπέ», δηλαδή όσους απέχουν από τις εκλογές -εκτός κι αν εννοούσε ότι μέμφεται όσους δεν βγαίνουν να διαμαρτυρηθούν στους δρόμους, οπότε και ταπεινά του ζητάμε συγνώμη. Με αυτόν όμως τον τρόπο, ναι μεν υπερασπίζεται τόσο τον τυπικά υποχρεωτικό χαρακτήρα της ψήφου όσο, και κυρίως, την αστική περί δημοκρατίας αντίληψη, με βάση την οποία «οι πολίτες βγαίνουν για μια στιγμή από την εξάρτηση για να υποδείξουν τον αφέντη τους και ξαναμπαίνουν μέσα», από την άλλη όμως «μέμφεται» τους μισούς και βάλε ψηφοφόρους που απείχαν, θέτοντας θέμα δικής του νομιμοποίησης.

Και θέτει θέμα νομιμοποίησής του, διότι εκ του ρόλου του πρέπει να σέβεται και να υπηρετεί, και όχι να «μέμφεται», το μεγάλο εκείνο τμήμα του λαού που αποφάσισε να απέχει για να καταδείξει με αυτόν τον τρόπο τη δυσφορία του απέναντι σε μια πολιτική ξεπουλήματος και οδυνηρών μέτρων, την οποία μάλιστα και ο ίδιος αδιαμαρτύρητα προσυπογράφει.

3 Οταν ένα κόμμα γίνεται κυβέρνηση κρύβοντας τις πραγματικές του διαθέσεις και την άλλη μέρα της επικράτησής του εφαρμόζει μια πολιτική με την οποία διαφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία, η ίδια κυβέρνηση φοράει στις περιφερειακές εκλογές τα προσωπεία των δήθεν ανεξάρτητων, με κορυφαία εκείνα του γίγαντα του σοσιαλισμού Τατούλη και του συνιδρυτή του κόμματος «Δράση», του ακραιφνούς νεοφιλελεύθερου Στέφανου Μάνου, και του Γιάννη Μπουτάρη (για να μην ξεχνιόμαστε), φτάνει να υφαρπάξει ψήφους, εξαντλεί και το τελευταίο κομματικό της απόθεμα, εκείνο των τέως ΠΑΣΟΚων με πολιτικά, της «Δημοκρατικής Αριστεράς», που φόρεσαν πια την κανονική στολή τους, και παρ' όλα αυτά δεν κατορθώνει παρά να αποσπάσει μια ισχνή μειοψηφία του εκλογικού σώματος, έχουμε σοβαρότατη κρίση νομιμοποίησης.

Αυτήν λοιπόν την πολύπλευρη κρίση της αστικής νομιμοποίησης καλούμαστε να την αποκαλύψουμε, να τη βαθύνουμε ακόμη παραπέρα, να συμβάλουμε για να γίνει συνείδηση του λαού μας, έτσι ώστε αυτός να αποβάλει κάθε δέος, σεβασμό και θετική προκατάληψη προς την αστική εξουσία και να επιδιώξει να την ανατρέψει.

Σημαντικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση καλείται να παίξει η αντικαπιταλιστική Αριστερά, μέσα από την κλιμάκωση των αγώνων, τον συντονισμό της δράσης της, τη μετωπική της πολιτική, την απαγκίστρωσή της από σεχταρισμούς και δόγματα, που την καθιστούν αφερέγγυα ως εναλλακτική λύση απέναντι στις δυνάμεις του κατεστημένου, μέσα από το άνοιγμα ενός διαλόγου για το σοσιαλιστικό μας μέλλον που θα το καταστήσει ελκτικό για τις λαϊκές δυνάμεις και κυρίως για τη νέα γενιά. Και όλα αυτά με το βλέμμα στραμμένο όχι δα, κατά τα πρότυπα του Lassalle, κυρίως στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, με στόχο την παγίωση των θετικών αποτελεσμάτων και την αύξησή τους, αλλά την επαναστατικοποίηση της λαϊκής συνείδησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: