Ένας από τους βασικούς ιδεολογικούς εκβιασμούς που κάνει σήμερα η κυβέρνηση είναι ότι εάν δεν εφαρμοστούν τα μέτρα του Μνημονίου και το Μεσοπρόθεσμο, θα έχουμε έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και αυτό ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή.
Προφανώς και για την κυβέρνηση δεν είναι καταστροφικό να συμμετέχουμε σε μια νομισματική ένωση ανάμεσα σε χώρες με άνισα επίπεδα παραγωγικότητας που λειτουργεί ως εάν η Γερμανία να έκανε καθημερινά ανταγωνιστική υποτίμηση έναντι της Ελλάδας, που αποδιαρθρώνει κρίσιμους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, που διευρύνει τα ελλείμματα και το χρέος, που στερεί από το ελληνικό δημόσιο στοιχειώδη εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής όπως είναι η αυτοτελής νομισματική επέκταση και η διόρθωση της ισοτιμίας.
Σίγουρα το ευρώ δεν ήταν καθόλου καταστροφικό για τις τράπεζες που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα χαμηλά επιτόκια και τις ροές κεφαλαίων για να τροφοδοτήσουν μια φούσκα καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης, για τις πολυεθνικές εταιρίες που μπορούσαν να αποκτήσουν εισαγωγική διείσδυση, για τις επιχειρήσεις που επεδίωκαν επέκταση στα Βαλκάνια διαθέτοντας «ισχυρό νόμισμα», για τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν απρόσκοπτα να κάνουν επενδύσεις ή καταθέσεις στο εξωτερικό. Ούτε ήταν καταστροφικό για τους εργοδότες που εκμεταλλεύτηκαν την έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό ως μοχλό για να επιδεινώσουν τις συνθήκες εργασίας και να συμπιέσουν το πραγματικό κόστος εργασίας.
Όμως, για τον αγρότη που δεν μπόρεσε να αντέξει την εισβολή τεχνητά φτηνών εισαγόμενων προϊόντων, για τον εργαζόμενο της επιχείρησης που έκλεισε, τον υπάλληλο που υφίσταται τη μία περικοπή μετά την άλλη, τον κάτοικο μιας περιοχής που ερημώνει από την ανεργία, τον άρρωστο που του ανακοινώνουν κατάργηση νοσοκομειακών κλινών, πραγματική καταστροφή είναι η παραμονή στο ευρώ.
Υποστηρίζουν οι απολογητές του ευρώ ότι μια ενδεχόμενη έξοδος θα οδηγούσε αυτόματα σε ραγδαία υποτίμηση, απαξίωση των αποταμιεύσεων και εκτίναξη του πληθωρισμού. Όμως, αυτό αποτελεί ιδεολογική λαθροχειρία γιατί σκόπιμα παραβλέπουν ότι η έξοδος από το ευρώ, σε συνδυασμό με ριζοσπαστικές αλλαγές πολιτικής, όπως είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων, ο έλεγχος των κινήσεων κεφαλαίων, η παύση πληρωμών στο ληστρικό χρέος, οι φραγμοί στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές, η διατίμηση των κοινωνικά αναγκαίων προϊόντων, συνολικά η πορεία προς τον κοινωνικό δημοκρατικό έλεγχο της οικονομίας, όχι μόνο θα αποτρέψει τέτοια ενδεχόμενα αλλά και θα ανακουφίσει από το κόστος της έκθεσης στη βαρβαρότητα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Εκτός, βέβαια, και εάν έχουμε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στη συλλογική δυνατότητα της εργαζόμενης πλειοψηφίας σε αυτό τον τόπο να μπορεί να καλύψει τις βασικές της ανάγκες μετασχηματίζοντας τις σχέσεις παραγωγής. Όντως, ορισμένα εισαγόμενα σύμβολα καταναλωτισμού μπορεί να ακριβύνουν, αλλά η αξιοποίηση των συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας θα οδηγήσει σε μια πραγματική κοινωνική ευημερία. Σε τελικά ανάλυση τα φτηνά ποιοτικά διατροφικά αγαθά, η δημόσια και δωρεάν παιδεία και υγεία, η διεύρυνση των δημόσιων συγκοινωνιών, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανάκτηση της δυνατότητας εγχώριας παραγωγής υψηλής τεχνολογίας είναι προτιμότερα από το να έχουμε φτηνές εισαγόμενες οθόνες plasma.
Στην πραγματικότητα, όσοι κινδυνολογούν σήμερα για τις επιπτώσεις τυχόν εξόδου από το ευρώ, ιδίως όσοι προέρχονται από την Αριστερά, μοιάζουν να θεωρούν απόλυτα αυτονόητη και αναγκαία τη σημερινή αρχιτεκτονική των διεθνών συναλλαγών της Ελλάδας και κατά συνέπεια την απουσία οποιουδήποτε προστατευτικού μηχανισμού απέναντι στη βίαιη εσωτερίκευση των πιέσεων από την καπιταλιστική διεθνοποίηση. Πάνω σε αυτή την υπόθεση στηρίζουν τις καταστροφολογικές προβλέψεις τους, παραβλέποντας όλη την γκάμα εργαλείων που υπάρχουν για να προστατευτούν τα λαϊκά στρώματα από αυτή την έκθεση στη συστημική κοινωνική βία του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Σε αυτή την πλήρη αποδοχή της «απελευθέρωσης των διεθνών συναλλαγών» συντονίζονται με τον ίδιο το νεοφιλελευθερισμό που απορρίπτει μετά βδελυγμίας τον «προστατευτισμό». Η άρνηση του «ελεύθερου εμπορίου» και των «ελεύθερων κινήσεων κεφαλαίου» δεν αποτελεί εθνικισμό (εκτός και εάν π.χ. όλο το κίνημα ενάντια στον ΠΟΕ και την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ήταν εθνικιστικό), αλλά ρήξη με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό» της εποχής μας.
Ούτε πρόκειται για «εθνική αναδίπλωση». Η έξοδος από την ΟΝΕ και προοπτικά από την ίδια την ΕΕ, το να σταματήσει η Ελλάδα να είναι οικονομικό «πεδίο βολής» για τις ηγεμονικές χώρες της ΕΕ και τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οίκους, είναι προϋπόθεση για διεθνείς συναλλαγές και συνεργασίες που να στηρίζονται στην αλληλεγγύη, την ισοτιμία και τη δικαιοσύνη. Επιπλέον, τυχόν έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, θα αποσταθεροποιούσε το νεοφιλελεύθερο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» θα οδηγούσε σε μια αλυσιδωτή αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής σε όλη την Ευρώπη, άρα θα ήταν μια κίνηση κατεξοχήν διεθνιστική.
Σίγουρα όλα αυτά απαιτούν ριζικές πολιτικές ανατροπές και την απαλλαγή από ένα πολιτικό σύστημα που ταύτισε τη διακυβέρνηση με τον καταναγκαστικό νεοφιλελευθερισμό της «ευρωπαϊκής προοπτικής» και την αναγόρευση των απαιτήσεων των επενδυτών σε υποχρεωτικό γνώμονα πολιτικής. Όμως, αυτό ακριβώς δεν εκφράζει και το πάνδημο «ούστ!» στις πλατείες της οργής;