Οι κρίσεις σημεία τομής για την Αριστερά
Από την κρίση του 1847 ως εκείνη του 1873 κι από το κραχ του 1929 ως την κρίση του 1973, έχει γίνει φανερό πως κάθε ιστορική καμπή του καπιταλισμού είναι, ταυτόχρονα, καμπή μακροπρόθεσμης σημασίας για το εργατικό κίνημα και για την Αριστερά. Είναι σημείο τομής που καθορίζει για πολλές δεκαετίες τους όρους της ταξική πάλης.
Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΗΝΑΚΑΚΗ
Κι αυτό γιατί κάθε κρίση -πολύ περισσότερο οι κρίσεις-ορόσημο- έχει μια διπλή διάσταση, για το κεφάλαιο: καταστροφική και δημιουργική. Είναι μορφή εκρηκτικής εκδήλωσης των αντιθέσεων της κεφαλαιοκρατίας (και πρώτα απ’ όλα της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης) και παράλληλα μορφή βίαιης επίλυσης των αντιθέσεων αυτών. Είναι μια εκρηκτική έκφραση της αδυναμίας του μέχρις εκείνη τη στιγμή κυρίαρχου αστικού μοντέλου συσσώρευσης-διευρυμένης αναπαραγωγής και πολιτικής κυριαρχίας-νομιμοποίησης, μα και ταυτόχρονα μια έκφραση της δυνατότητας του κεφαλαίου να αποκαθιστά -αν του το επιτρέψουν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά- ένα νέο «υπόδειγμα» επικερδούς αξιοποίησης του κεφαλαίου και πολιτικής θωράκισης της αστικής κυριαρχίας.
Κατ’ αναλογία, κάθε τέτοια κρίση έχει αποδειχτεί τα τελευταία 150 χρόνια ότι είναι επίσης στιγμή… κρίσης-δοκιμασίας για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Θέτει σε δοκιμασία τα ερμηνευτικά-θεωρητικά τους εργαλεία, την πολιτική και ιδεολογική τους φυσιογνωμία, τη σύνδεση με τις μάζες και το ρόλο στο κίνημα, την οργανωτική συγκρότηση και, πάνω απ’ όλα, την πολιτική γραμμή – δηλαδή τη γραμμή πρακτικής σύνδεσης της στρατηγικής με την τακτική. Και επομένως έχει μια «καταστροφική» πλευρά -με την έννοια ότι οδηγεί αναγκαστικά στην απαξίωση και ενδεχομένως στην απομάκρυνση από τις αναποτελεσματικές και τις αντιστοιχούσες στην προ κρίσης περίοδο πρακτικές- και μια «δημιουργική» -με την έννοια ότι πρέπει να οδηγεί σε ταξικές πολιτικές και πρακτικές που αντιστοιχούν, από χειραφετητική, επαναστατική και κομμουνιστική σκοπιά, στα νέα δεδομένα που κάθε φορά διαμορφώνουν οι εκδηλώσεις της κρίσης και η αστική γραμμή υπέρβασής της.
Τούτη η σκληρή αλήθεια ισχύει στο ακέραιο και για την παρούσα κρίση-σταθμό του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που μοιάζει για μια ακόμη φορά να επαναφέρει με εκρηκτικό και ιστορικό τρόπο το ερώτημα: υπέρβαση της κρίσης με ανασυγκρότηση του καπιταλισμού σε ακόμη πιο εκμεταλλευτική και καταπιεστική βάση ή τολμηρή ανασυγκρότηση σε ταξική κι επαναστατική βάση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, τέτοια που θα βάζει φραγμό στην αστική πολιτική, θα δημιουργεί ρήγματα, θα την ανατρέπει, από τη σκοπιά και με ορίζοντα την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και την κομμουνιστική χειραφέτηση;
Από κάθε μεγάλη κρίση εξερχόταν αξιοποιώντας “μεγάλες ιδέες”…
Η κρίση που έχει εκδηλωθεί με πιο έντονο τρόπο από τα μέσα του περασμένου Σεπτέμβρη συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν κρίση-σταθμό: βάθος, διάρκεια, καθολικότητα, διεθνικό χαρακτήρα, πολιτικούς και ιδεολογικούς τριγμούς.
Ταυτόχρονα, τόσο η κρίση όσο και η διαφαινόμενη -αν και όχι ακόμη πλήρως αποκρυσταλλωμένη- αστική γραμμή υπέρβασής της συγκεντρώνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που αλλάζουν εκ βάθρων το τοπίο της ταξικής πάλης. Μπορούμε, σε αυτό το πλαίσιο, να καταγράψουμε:
Τη δραματική συρρίκνωση του εργατικού εισοδήματος, άμεσα (μέσω της μισθολογικής λιτότητας) και κυρίως έμμεσα (μέσω της πλήρους καταστροφής κάθε ψήγματος κοινωνικής προστασίας και της αγριότατης φορολογίας, για να καλυφθούν τα ελλείμματα που θα δημιουργήσουν τα πακέτα ρευστότητας προς τις τράπεζες κ.λπ.), η οποία θα σπρώξει την πλειονότητα των εργαζομένων κοντά -ή και κάτω- από το φυσικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης.
Την κατάργηση κάθε έννοιας σταθερότητας και σχετικής ασφάλειας στις σχέσεις εργασίας στον ίδιο τον κορμό της ως τώρα σταθερά απασχολούμενης εργατικής τάξης που, σε συνδυασμό με την έκρηξη της ανεργίας και τις νέες μορφές εξαρτημένης εργασίας (μπλοκάκια, υπεργολαβίες κ.λπ.), θα δημιουργήσουν έναν ωκεανό επισφαλούς εργασίας και θα παραδώσουν με τον πιο ωμό τρόπο τις συνθήκες απασχόλησης στο βωμό του εργοδοτικού δεσποτισμού και του μέγιστου κέρδους.
Τον πρωτοφανή κατακερματισμό του εργατικού δυναμικού και την καταθλιπτική γενίκευση της ανασφάλειας σε όλες τις πτυχές του εργασιακού και κοινωνικού βίου, σε σημείο που τίποτα πλέον να μη θεωρείται πιο βέβαιο από το ότι όλα είναι αβέβαια και ότι τίποτα δεν εγγυάται με σιγουριά μια καλύτερη ζωή – αντίθετα, αν συνεχίσουν να κινούνται τα πράγματα με τη σημερινή τους φορά, οι εργατικές και νεολαιίστικες ανάγκες δύσκολα πολύ θα βγουν από το τούνελ.
Τούτες οι τρεις καθοριστικές κοινωνικές παράμετροι συνυπάρχουν με άλλες δύο πολιτικές και ιδεολογικές παραμέτρους, εξίσου σοβαρές.
Πρώτον, απ’ όλες τις αντίστοιχου χαρακτήρα κρίσεις η αστική τάξη κατάφερνε να βρει διέξοδο έχοντας στις σημαίες της μεγάλες ιδέες (του Κέινς το 1929, του Φρίντμαν το 1973), μεγάλες τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής (το φορντισμό ή την πληροφορική) και κεντρικές ατμομηχανές που ανέβαζαν την απασχόληση και την παραγωγικότητα της εργασίας - δηλαδή έχοντας αξιακές, κοινωνικές και οικονομικές προτάσεις που μπορούσαν να συμπαρασύρουν μαζικά τμήματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, να εξασφαλίσουν κοινωνικές συναινέσεις και να νομιμοποιήσουν στα μάτια των εργαζομένων την ακολουθούμενη πολιτική, στρώνοντας το έδαφος και για σχετικά σταθερές προτάσεις πολιτικής διαχείρισης. Σήμερα, ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχουν (για την ώρα;) στο αστικό στρατόπεδο τέτοιες ελπιδοφόρες σημαίες, ικανές να οδηγήσουν σε κάποιας μορφής και κάποιας μαζικότητας «κοινωνικά συμβόλαια». Το αντίθετο, οι μόνος σημαίες που υψώνονται είναι αυτές της ανοιχτής πειρατείας στις εργατικές ανάγκες, των πολέμων και της λεηλασίας της φύσης – σημαίες που δύσκολα οικοδομούν μαζικά κοινωνικά συμβόλαια και, ακριβώς γι’ αυτό, ενσωματώνουν στα χρώματά τους πολιτικά περισσότερο από ποτέ το δίπολο πολιτική περιθωριοποίηση-άγρια καταστολή.
Δεύτερον, όλες οι αντίστοιχου χαρακτήρα κρίσεις συνοδεύτηκαν από κορυφαίες στιγμές του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς – κυρίως πριν από αυτές, όμως, και λιγότερο μετά: η κρίση των μέσων του 19ου αιώνα με τις επαναστάσεις του 1848, του 1873 με την Κομμούνα, του 1929 με την Οκτωβριανή και την Ισπανία, του 1973 με τα κινήματα του ‘68. Χωρίς καμιά διάθεση να μειωθεί η αξία των ριζοσπαστικών σκιρτημάτων της προηγούμενης περιόδου, βέβαιο είναι ότι αυτά ως ποιότητες είναι αρκετά υποδεέστερα από τα αντίστοιχά τους των προηγούμενων κρίσεων. Κι επίσης, χωρίς καμιά πρόθεση να μειωθεί η συμβολή κανενός, βέβαιο είναι ότι η ποιότητα και η εμβέλεια των υπαρχουσών πολιτικών γραμμών και προτάσεων που κυκλοφορούν στην Αριστερά είναι συνήθως πολύ πιο πίσω από τις ανάλογές τους.
Με αυτή την έννοια, η «στιγμή» της παρούσας κρίσης μοιάζει να ενσωματώνει τα στοιχεία μια διπλής κατάρρευσης: του υπαρκτού ολοκληρωτικού καπιταλισμού και του υπαρκτού εργατικού και αριστερού κινήματος (όχι πια γιατί ταυτίζονται με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», αλλά γιατί αδυνατούν να αναμετρηθούν με τον «υπαρκτό καπιταλισμό» και την κρίση του, εκπληρώνοντας τον καταστατικό τους ρόλο). Αλλά και τα στοιχεία μιας διπλής απόγνωσης και μιας διπλής αναζήτησης: απέναντι στα αδιέξοδα που σωρεύει ο καπιταλισμός και απέναντι στα αδιέξοδα που έχουν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά.
Τα προαναφερθέντα δεδομένα, στο σύνολό τους, μοιάζουν με χειροβομβίδα που την κρατούν στο χέρι τους και η αστική τάξη και το εργατικό κίνημα και η Αριστερά. Μόνο που αυτή δεν θα εκραγεί στα χέρια του κεφαλαίου από μόνη της, «αν δεν κάνουμε κάτι κι εμείς», ενώ είναι βέβαιο ότι θα εκραγεί στα «χέρια» του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς αν συνεχίσει να πορεύεται με το ίδιο πνεύμα.
Να θυμίσουμε εδώ, ότι μετά την κρίση του 1929-33 το εργατικό κίνημα απομακρύνθηκε από την ταξική γραμμή, μετατρεπόμενο σε δύναμη που χρωματιζόταν όχι από τον αγώνα κατά της εκμετάλλευσης αλλά από την αποδοχή της εκμετάλλευσης και τη μάχη να γίνεται αυτή «με καλύτερη τιμή και με κοινωνικό κράτος», ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ερωτοτροπούσε ακόμη και με το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ότι το ΚΚ ΗΠΑ κατέληξε να είναι απέναντι στο Νιου Ντιλ του Ρούσβελτ ό,τι το ΚΚΕ απέναντι στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ και ότι η Κομμουνιστική Διεθνής ακροβατούσε μεταξύ των απόψεων περί «σοσιαλφασισμού» και των «λαϊκών αντιφασιστικών μετώπων», που είχαν ως βάση την από τα πάνω συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία, τον ειρηνικό δρόμο (τότε!), τη δημοκρατική κυβέρνηση μέσω εκλογών και την αποσύνδεση του φασισμού από το κοινωνικό του υπόβαθρο. Να θυμίσουμε επίσης, ότι και η κρίση του 1973-75 συνδέθηκε –μετά τις χαμένες μάχες των ανθρακωρύχων της Αγγλίας και των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας στις ΗΠΑ- με κορυφαίες μεταλλαγές, με το υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα να αποδιαρθρώνεται και να αστικοποιείται ανοιχτά, μετατρεπόμενο σε συμπληρωματική δύναμη των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, με τη σοσιαλδημοκρατία να μετατρέπεται σε βασικό πυλώνα των αναδιαρθρώσεων αυτών και με την Αριστερά να φτάνει –είτε μέσα από τον ευρωκομμουνιστικό δρόμο της Ιταλίας, είτε μέσα από τον «ορθόδοξο» της Ελλάδας είτε μέσα από τον ενδιάμεσο της Γαλλίας- σε συγκυβερνήσεις, οικουμενικές και «πληθυντικές» κυβερνήσεις και να ταπεινώνεται-απαξιώνεται στις συνειδήσεις πάνω απ’ όλα αυτών που υποτίθεται θέλει να εκπροσωπήσει.
Μεγάλη, συνεπώς, η πρόκληση για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά στην παρούσα κρίση – ιδιαίτερα αν κριτήριό τους γίνει η συνείδηση και η συμπεριφορά των εργαζομένων και των νέων, η στάση τους απέναντι στους αγώνες και την πολιτική πάλη. Θα ‘λεγε κανείς, ότι δίλημμα μοιάζει να τίθεται ως εξής: Ή το εργατικό κίνημα θα ανασυγκροτηθεί ριζικά σε ταξική-χειραφετητική βάση σε μορφές και περιεχόμενο, δημιουργώντας μια πραγματικά νέα και αξιόμαχη απέναντι στο κεφάλαιο κατάσταση, είτε θα περάσουμε από το υποταγμένο (που κυριάρχησε μετά την κρίση του 1929-33) και το αστικοποιημένο (που κυριάρχησε μετά την κρίση του 1973-75), στο αποσαθρωμένο, ανύπαρκτο και απαξιωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Κι ακόμα, ή η Αριστερά θα ανασυγκροτηθεί σε πραγματικά επαναστατική βάση, με αξιακό-θεωρητικό πλούτο και συνενώνοντας σε μια πολιτική γραμμή ρήξης, ανατροπής και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης κάθε ριζοσπαστικό-αντικαπιταλιστικό σκίρτημα και τάση είτε θα μετατραπεί σε γραφικό περιθώριο και άκακο οικόσιτο του συστήματος.
Τα διλήμματα αυτά θα κριθούν πρώτα απ’ όλα μέσα στους εργασιακούς χώρους. Η αδυναμία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που στα χρόνια της ναζιστικής ανόδου διέθετε δυνάμεις μόνο στους ανέργους – και άρα κατεύθυνε εκεί τη δράση του-, είναι χαρακτηριστική. Όπως χαρακτηριστική η αδυναμία του ΚΚ ΗΠΑ να αρθρώσει ένα διαφορετικό λόγο όταν ένα εκατομμύριο σιδηροδρομικοί δέχτηκαν την ίδια περίοδο εθελουσίως τη μείωση των αποδοχών τους, σε μια κίνηση που χαρακτηρίστηκε «πράξη πολιτική σύνεσης». Μπορούμε, μήπως να ακολουθήσουμε τον ίδιο δρόμο, κλείνοντας τα μάτια απέναντι στα 500 σχεδόν ελληνικά εργοστάσια όπου –χωρίς να ανοίξει ρουθούνι- έχει γίνει στην ουσία αποδεκτή η πρόταση Μίχαλου;
Επίσης –και από μία άποψη, πάνω απ’ όλα- τα διλήμματα αυτά θα κριθούν στην ποιότητα της συνολικής πολιτικής γραμμής της Αριστεράς. Θα κατακτήσει και θα δοκιμάσει στην πράξη, με όρους μαζικούς και μετωπικούς, μια πολιτική γραμμή απόκρουσης, ρήξης και ανατροπής τόσο των συνεπειών της κρίσης όσο και της αστικής γραμμής υπέρβασής της, τόσο των πολιτικών διαχειριστών και των πυλώνων αυτής της πολιτικής όσο και των ίδιων των εκμεταλλευτικών θεμελίων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος που αναπαράγει τις κρίσεις και συνθλίβει τις εργατικές ανάγκες τόσο στη φάση της κρίσης όσο και σε εκείνη της «ανάπτυξης»;
Ανεπαρκής ο ρυθμιστικός ρόλος της αγοράς
Ζήσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες μια τεράστια πλύση εγκεφάλου υπέρ των περίπου μαγικών ιδιοτήτων της ελεύθερης αγοράς, από τη μια, κι ένα κυρίαρχο πρότυπο κριτικής στο σύγχρονο καπιταλισμό που εστίαζε τα βέλη της ακριβώς σε συτή του την πλευρά.
Βέβαια, ο μύθος της ελεύθερης αγοράς δεν είναι νέος. Αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αστικής ιδεολογίας κι έχει στο κέντρο του την ιδέα ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα έχει τη σύμφυτη ιδιότητα να εξαλείφει τις ανισορροπίες και να επανέρχεται στην ισορροπία, με τη βοήθεια που του δίνει το «αόρατο χέρι της αγοράς» κατά τον Άνταμ Σμιθ.
Η κρίση καταρρίπτει με τον πιο δραματικό τρόπο το μύθο αυτό και αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του ρυθμιστικού ρόλου της αγοράς. Αποκαλύπτει στα μάτια όχι των μυημένων αλλά της εργατικής πλειονότητας πλέον ότι οι πολυδιαφημισμένες αγορές δεν είναι παράγοντας προόδου και ανάπτυξης των εργατικών δικαιωμάτων και αποτροπής των κρίσεων, αλλά παράγοντας συντριβής των πρώτων και όξυνσης ων δεύτερων. Τούτη τη διαπίστωση -και τους κινδύνους για το σύστημα που εμπεριέχει- υποδηλώνουν και οι τοποθετήσεις πολλών δημοσιολόγων που παρομοιάζουν την παρούσα κρίση με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το 1989 των καταρρεύσεων για την Αριστερά.
Αλίμονο αν η Αριστερά και το εργατικό κίνημα αφήσουν ανεκμετάλλευτη και δεν διευρύνουν αυτή τη ρωγμή στην αστική ιδεολογία. Αλίμονο αν δεν την αξιοποιήσουν, επιχειρώντας μια μακροπρόθεσμης στόχευσης αξιακή μεταβολή στις συνειδήσεις σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Βεβαίως, για να το πετύχουν αυτό δεν αρκεί να καταγγέλλουν μόνο τις ακρότητες και τις υπερβολές της αγοράς ή τους φονταμενταλιστές της ή απλώς την έλλειψη ρυθμιστικών κανόνων – αυτό θα τους οδηγούσε στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας και -γιατί όχι- ενός «νεοφιλελεύθερου κείνσιανισμού», με κάποιο έλεγχο των αγορών, σαν αυτόν που προτείνουν ο Σαρκοζί, ο Ομπάμα και η Μέρκελ. Χρειάζεται να αντιπαρατεθούν στην ίδια της ουσία και τη λειτουργία της αγοράς στον καπιταλισμό, στην οργανική της διαπλοκή με την παραγωγή και την εκμετάλλευση, στη σύνδεσή της με την ιδιωτική ιδιοκτησία και την ιδιωτική ιδιοποίηση του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Τότε πραγματικά ο «λόγος κατά της αγοράς» θα γίνει βαθύς αντικαπιταλιστικός λόγος.
ΑΝΑΓΚΗ ΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓ. ΚΙΝΗΜΑ: Όχι στην ταξική συνεργασία
Ένα βασικότατο καθήκον του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς είναι να μιλήσουν για την κρίση και τη διέξοδο από αυτή με ιδεολογικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους της αστικής πολιτικής οικονομίας, με όρους που θα αναπτύσσουν την ταξική θέαση, θα διεκδικούν μια αξιακή ρεβάνς μετά το «σοκ του 1989», θα προωθούν την επαναστατική συνείδηση.
Χωρίς αποφασιστική στροφή σε αυτό το πεδίο, είναι αδύνατο να σκεφτούμε πώς θα υπάρξουν σήμερα αποτελεσματικοί αγώνες ενάντια στις συνέπειες της κρίσης και της αστικής πολιτικής υπέρβασής της. Μη φανταστεί κανείς ότι αυτή η στροφή αφορά μόνο την ιδεολογική παρέμβαση των πολιτικών πρωτοποριών - αφορά και τις ζυμώσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, στις συλλογικότητες, στις συνελεύσεις, στους αγώνες της. Κάθε ψαλίδισμα της θεωρητικής ζύμωσης σε αυτές τις διεργασίες -σήμερα περισσότερο από ποτέ- θα εξελίσσεται σε ούριο άνεμο της αγωνιστικής απραξίας και του συμβιβασμού. Επίσης, ανάλογο αποτέλεσμα θα έχει κάθε αυταπάτη ότι θέσεις συνδιαλλαγής εκφράζονται απλώς από την «πουλημένη ΓΣΕΕ», ενώ αντίθετα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είναι «αγνοί κι αμόλυντοι», απλώς παρασύρονται από τη «συνδικαλιστική γραφειοκρατία» ή τους άσχημους συσχετισμούς.
Πρώτα απ΄όλα, λοιπόν, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα οφείλουν να δείξουν ότι η οικονομία και η κοινωνία δεν είναι ένα ενιαίο «σπίτι», κοινό για όλους, που πρέπει να σωθεί από την κρίση με «κοινή προσπάθεια και συνεργασία όλων των κοινωνικών συντελεστών» - αλλά ταξικό «σπίτι», που έχει ως θεμέλια την εκμετάλλευση και την ατομική ιδιοποίηση του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Όποτε το εργατικό κίνημα υιοθέτησε την πρώτη λογική, κατέληξε στα βαλτόνερα της ταξικής συνεργασίας και συνδιαλλαγής, στη συνευθύνη για το ξεπέρασμα της κρίσης, στην αποδοχή της μείωσης των μισθών ή της περιστολής δικαιωμάτων και της εργασιακής ευελιξίας είτε σε επιχειρησιακό, είτε σε κλαδικό είτε σε πανεθνικό επίπεδο.
Από αυτή την άποψη πρέπει να γίνεται πάντα φανερό ότι η κρίση δεν πλήττει ίδια τους εργαζόμενους και το κεφάλαιο (τους πρώτους τους συνθλίβει, στο δεύτερο απλώς μειώνει τα κέρδη και την αποσπώμενη υπεραξία) και ότι η «εθνική προσπάθεια» ή η «κοινή πλάτη» σε επίπεδο επιχείρησης για την υπέρβαση της κρίσης δεν κοστίζει σε όλους το ίδιο: από τα 8 τρισ. δολάρια που χάθηκαν πρόσφατα στην αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ, τα 7 είναι απώλειες των μισθωτών και μόνο 1 των τραπεζών. Όσο για τα αλλεπάλληλα δις ρευστότητας για το ξεπέρασμα της κρίσης, θα μπουν στις επιχειρηματικές τσέπες, αφού -μέσω της φορολογίας και της λιτότητας- βγουν από τις τσέπες των εργαζομένων.
Έπειτα, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα, οφείλουν να δείχνουν ότι η ανάπτυξη και οι περιβόητοι δείκτες της επίσης δεν είναι μια κοινωνικά ουδέτερη και χωρίς πρόσημο διαδικασία, που πρέπει να την επιζητούμε πάση θυσία και με κάθε τίμημα, για να ξεφύγουμε από την κρίση. Αν το εργατικό κίνημα εγκλωβιστεί μόνο σε αυτό το ποσοτικό επίπεδο (και δεν ασχοληθεί επίσης με το περιεχόμενο της ανάπτυξης, το χαρακτήρα της, τις καταστροφές που επιφέρει στη φύση και τις ανθρώπινες ανάγκες κ.λπ.), είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα μετατραπεί σε ουρά εκείνης της αστικής στρατηγικής που υπόσχεται ή εξασφαλίζει υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς και -διά μέσου αυτών- χαμηλότερη ανεργία και, ενδεχομένως, καλύτερες αποδοχές. Αυτό ακριβώς έγινε μετά το 1929, όταν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά έγιναν ουρά του κεϊνσιανισμού-φορντισμού, ασκώντας κριτική όχι στην ουσία του εκμεταλλευτικού μοντέλου που οικοδομούσαν, αλλά κατά βάση στην ταχύτητα των αναπτυξιακών ρυθμών (που υπολείπονταν εκείνων της ΕΣΣΔ) και διεκδικώντας όχι την κατάργηση της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης, αλλά απλώς ένα υψηλότερο τίμημα για το εμπόρευμα εργατική δύναμη.
Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 26.4.09
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου