Δέσποινα Κουτσούμπα, Παναγιώτης Μαυροειδής
Κυβέρνηση έχουμε, αλλά η πολιτική κρίση είναι ανοιχτή. Οι πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν και οι κάτω δεν θέλουν να κυβερνηθούν. Ελάχιστο τμήμα της κοινωνίας αναγνωρίζει σήμερα τα συμφέροντά του στην ακολουθούμενη πολιτική κι ας έχει επιστρατευτεί για τη «σωτηρία» του όλος ο αστικός θίασος της νέας «εθνοσωτηρίου» συγκυβέρνησης.
Αυτή ακριβώς την πολιτική στιγμή, αντηχεί πιο ηχηρό το ερώτημα: τι κάνει επιτέλους η Αριστερά; Ακούγεται στους χώρους δουλειάς, στα καφενεία, προκύπτει στην ανάγκη του νέου για δουλειά, του εργαζόμενου για μισθό, του φτωχού για ψωμί, του συνταξιούχου για φάρμακα. Είτε το ερώτημα διατυπώνεται ως πραγματική απορία, προσμονή, απελπισία, είτε ως άλλοθι για την απραξία, η τόσο συχνή αναπαραγωγή του ίδιου ερωτήματος από τόσα στόματα, οφείλει να μας προβληματίσει.
Πού είναι, λοιπόν, η Αριστερά; Στην πραγματικότητα, δεν είναι γενικώς η Αριστερά αυτό που λείπει, ειδικά στη χώρα μας. Αντιθέτως, η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές, και παρά τις ανεπάρκειές της, υπάρχει: κόμματα, οργανώσεις, συλλογικότητες, κινήσεις, συνδικαλιστές, κοινωνικοί αγωνιστές. Από την πλατεία ως την απεργία, από το σωματείο ως το «Δεν Πληρώνω», δεν λείπουν οι αριστερές απόψεις και πρακτικές. Με τις καθυστερήσεις, τους χωριστούς δρόμους, την ευρωλαγνεία ή τις αυταπάτες για τον κοινοβουλευτικό δρόμο. Δεν έχει νόημα να απαριθμήσουμε τα ζητήματα της αριστεράς, έχει χυθεί πολύ μελάνι. Ας το δούμε κι από την άλλη: υπάρχει μια αριστερά για κάθε γούστο. Κι όμως, το ερώτημα «πού είναι η Αριστερά;» τίθεται ακόμη και από τον ίδιο το «λαό» της Αριστεράς. Δε φανερώνει αυτό και μια σαφή κριτική;
Είναι ζήτημα αιτημάτων; Εν μέρει ναι. Τα αιτήματα για στάση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, ανοίγουν το δρόμο στην απάντηση. Στις πλατείες αυτή η συζήτηση κυριάρχησε. Ακόμη και οι φιλοευρωπαϊκές απόψεις δεν μπορούν παρά να παραδέχονται πλέον ότι -αν μη τι άλλο- η ίδια η αρχιτεκτονική του ευρώ στηρίχτηκε σε λάθος βάσεις κι ότι εντός της ευρωζώνης είναι δεδομένες οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σήμερα, όμως, αυτό ή το άλλο «πεντάπτυχο» δεν επαρκεί. Ο εκβιασμός για το «φτωχοί και μέσα στο ευρώ ή χρεοκοπημένοι έξω από το ευρώ», αποτελεί το κυρίαρχο δίλημμα του συστήματος, μαζί με την προπαγάνδα για τη χώρα «που δεν παράγει τίποτα».
Είναι ζήτημα κοινής δράσης; Εν μέρει ναι. Τα βήματα που, ευτυχώς, έχουν γίνει σε αυτό το επίπεδο παράγουν κινηματικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Όμως η κοινή δράση στους αγώνες και τα μέτωπα δεν αποτελεί επαρκή απάντηση σήμερα, που ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται.
Στην πραγματικότητα, η αγωνία δεν είναι πού θα βρει ο λαός την Αριστερά. Το ερώτημα (ή/και αμφιβολία) που υπονοείται είναι «ποια είναι η άλλη προοπτική που δίνει η Αριστερά»; Όχι για το πόσες απεργίες θα κάνουμε, ή πώς μπορούμε να διεκδικήσουμε περισσότερα πράγματα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Έχει γίνει σαφές και στον τελευταίο εργαζόμενο ότι το ζήτημα είναι συστημικό: ότι εντός αυτού του συστήματος η φτώχεια και η εκμετάλλευση δεν μπορούν παρά να βαθαίνουν.
Όμως, ποιος είναι αλήθεια ο άλλος δρόμος, το άλλο σύστημα που προτείνει η Αριστερά; Τι περιγράφει; Υπάρχει ζωή έξω την ΕΕ και, πολύ περισσότερο, έξω από τον καπιταλισμό; Τι απαντάμε στην τρομοκρατία ότι «δεν μπορούμε τραφούμε, να πληρωθούμε, να αγοράσουμε πετρέλαιο χωρίς τα δανεικά»; Τι θα μας λείψει; Υπάρχει αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση με κριτήριο τις ανάγκες του λαού; Υπάρχει δυνατότητα για σχέσεις ισότιμης συνεργασίας και ανταλλαγών με άλλες χώρες, ειδικά της Μεσογείου και των Βαλκανίων; Εν τέλει, πώς θα είναι η κοινωνία που θα χτίσουμε και ποιες είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες που δεν θα τη κάνουν να μοιάζει με τη χίμαιρα του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ; Μπορούν και πώς να χτιστούν μορφές εργατικής και κοινωνικής δημοκρατίας που να αντιστοιχούν στη σύγχρονη εποχή ή θα περιοριστούμε στην αναπαραγωγή του φόβου για επιστροφή και των τανκς μαζί με την οικονομική και πολιτική κατοχή της κοινωνίας από το κεφάλαιο και τις αγορές;
Όταν το αστικό σύστημα θωρακίζεται τόσο, οι απαντήσεις (ή η έλλειψή τους) σε ερωτήματα σαν τα παραπάνω κρίνουν πλέον και τη «στράτευση» ή μη των εργαζόμενων ακόμη και στο επίπεδο του κινήματος.
Κάθε άλλο παρά παράλογα τα ερωτήματα αυτά. Το γνωρίζαμε ότι από το ’89 και μετά, οι (στρεβλές) βεβαιότητες της Αριστεράς έχουν τελειώσει. Μαζί με αυτές τελείωσε και η ανάγκη του καπιταλισμού να «χρυσώνει το χάπι» για τα λαϊκά στρώματα. Είναι προφανές ότι η επιθετικότητα του καπιταλισμού απέναντι στα εργατικά δικαιώματα μέσα σε αυτή την κρίση δεν θα μπορούσε παρά να ξεδιπλωθεί με τέτοιο βάρβαρο τρόπο, ακριβώς λόγω της απουσίας συγκροτημένου «αντίπαλου δέους», πολιτικά, ιδεολογικά, κινηματικά. Εξ αιτίας της αδυναμίας των αριστερών ιδεών και πρακτικών να συγκροτήσουν κάτι περισσότερο από κινήματα ανάσχεσης κάποιων μέτρων.
Είναι η μεγάλη εκδίκηση της (έλλειψης) στρατηγικής και του οράματος. Είναι η ώρα που η Αριστερά (και μαζί της, το εργατικό κίνημα) θα πληρώσει ακριβά, αναδρομικά, με τόκο και πρόστιμο, τον εξοβελισμό της κομμουνιστικής στρατηγικής από τον ζώντα τρέχοντα πολιτικό χρόνο. Τη μικροαστική της σύνθεση, την αδυναμία σύνδεσης θεωρίας και πράξης, την έλλειψη εναλλακτικού παραδείγματος. Τον εξοβελισμό της στρατηγικής συζήτησης από τον οικονομικό και πολιτικό αγώνα της τάξης στα κομματικά επιτελεία, τα μουσεία ή (στην καλύτερη περίπτωση) στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και τους διαλόγους των «ειδικών».
Τώρα η Αριστερά πρέπει να κάνει ένα ακόμη βήμα: να σηκώσει το γάντι απαντώντας τα συγκεκριμένα ερωτήματα. Να στραφεί από το αρνητικό πρόταγμα στο θετικό: ναι, αυτός ο λαός σε αυτή τη χώρα μπορεί να ζει, να τρέφεται και να παράγει, οργανώνοντας μια άλλη κοινωνία. Με την Αριστερά μπροστάρισσα, τους εργαζόμενους στο τιμόνι, το λαό περήφανο και νοικοκύρη στη χώρα του, με έγνοια στις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Μια κοινωνία τέτοια που μας αξίζει να ζούμε, με πραγματική εργατική δημοκρατία. Το στάδιο αυτό του καπιταλισμού που ζούμε δεν προσφέρει ούτε καν την επίφαση της αστικής δημοκρατίας. Δεν αρκεί όμως αυτή η επισήμανση. Πρέπει να μιλήσουμε θετικά για το «ποια δημοκρατία», να δείξουμε παραδείγματα στο σήμερα: δημοκρατίας, αλληλεγγύης, συντροφικότητας. Μορφές και σύγχρονους δρόμους που θα συμπληρώνουν την εικόνα της «επαναστατικής κατάστασης», με το τρίτο στοιχείο, που λείπει: Των εμβρυακών μορφών οργάνωσης των κάτω. Που θα επιβάλλουν ντε-φάκτο αμφισβήτηση της δικτατορίας των αγορών σε εθνικό επίπεδο. Θα διαμορφώνουν ιδιότυπες καταστάσεις δυαδικής εξουσίας, βάζοντας το «πιστόλι στον κρόταφο» του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου. Θα τροφοδοτούν την αυτοπεποίθηση πως η εργαζόμενη πλειοψηφία μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει ολάκερη την εξουσία, να οργανώσει μια άλλη ζωή στη δική της δημοκρατία. Θα δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν αλλιώς, θα είναι καλύτερα αλλιώς.
Ναι, θαρραλέα, πρέπει να πούμε: Παλεύουμε για μια άλλη κοινωνία και όχι για μια καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού. Οι απαντήσεις στο ερώτημα «μετά το ευρώ τι;» δεν αποτελούν «τεχνικές λύσεις» στο πρόβλημα του χρέους, της ανταγωνιστικότητας ή της νομισματικής πολιτικής. Ούτε οδηγίες επιστροφής στο μικροαστικό όνειρο προηγούμενων χρόνων: κάθε άλλο. Περιγράφουν μια άλλη κοινωνική πορεία, που θα στηρίζεται στην απελευθέρωση της δουλειάς όλων των παραγωγικών δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων. Δεν θα παραχθούν από επιτελεία «ειδικών», αλλά από τους ίδιους τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου.
Οι απαντήσεις αυτές ξεκινούν από σήμερα. Από το πώς οι δυνάμεις αυτές θα διεκδικήσουν ξανά τις δομές του κράτους, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τους Δήμους, τα πανεπιστήμια, τους συνεταιρισμούς. Θα θέσουν όλα αυτά στην υπηρεσία του λαού, επιβάλλοντας τον εργατικό έλεγχο, εγκαθιδρύοντας μορφές ιδιότυπης «δυαδικής εξουσίας». Οι νέες απαντήσεις θα κριθούν στο πώς οι εργαζόμενοι θα καταλάβουν τους τόπους παραγωγής, τα εργοστάσια, τις εφημερίδες, και θα τα δουλέψουν. Χωρίς τον καταναγκασμό της καπιταλιστικής διεύθυνσης της παραγωγής, αποδεικνύοντας ότι οι άμεσοι παραγωγοί είναι αυτοί που κινούν τα γρανάζια. Κάθε τέτοια μικρή «κατάληψη της εξουσίας» μπορεί να αποτελέσει πειστική (ως ορατή) απάντηση για το για ποια κοινωνία, για ποιο σύστημα μιλάμε έξω από το ευρώ και το χρέος, φέρνοντας πιο κοντά την πραγματική κατάληψη της εξουσίας.
Η Αριστερά υπάρχει και είναι η μόνη που δικαιούται να σηκώσει το γάντι.
Δε μιλάμε απαραίτητα για τους φορείς της αριστεράς, όπως είναι σήμερα. Μιλάμε για τον κόσμο της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς που δεν πήρε μέρος στο πάρτυ των τελευταίων δεκαετιών. Που δεν θαμπώθηκε από τις σειρήνες της εξουσίας. Που δεν εκμεταλλεύτηκε τις χαραμάδες του συστήματος για τη δική του ευημερία. Ο δάσκαλος που αγαπάει το δημόσιο σχολείο. Ο αγρότης που δεν μετέτρεψε τις επιδοτήσεις σε είδη πολυτελείας. Ο υπάλληλος που δουλεύει για το κοινωνικό αγαθό κι όχι για τον εκάστοτε Υπουργό. Η μάνα που δεν βλέπει το παιδί της σαν ιδιοκτησία. Ο γιατρός που δεν παίρνει φακελάκι. Ο απεργός, ο άνεργος, ο συνάδελφος. Αυτός είναι ο κόσμος της άλλης αριστεράς, ανεξάρτητα αν περιγράφουν όλοι τον εαυτό τους με αυτή τη ταυτότητα. Είναι το ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας που δεν έπαψε να παλεύει. Αυτοί μπορούν σήμερα να απαντήσουν με πειστικό τρόπο για το πώς μπορεί να χτιστεί μια άλλη κοινωνία, μια άλλη οικονομία, σε αυτούς αναλογεί να χτίσουν ήδη στο σήμερα τις δομές που οδηγούν στο αύριο.
Κι εδώ είναι που έρχεται και η στιγμή να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι και στην Αριστερά. Δεν είναι οι αόριστες εξαγγελίες, είναι οι σαφείς και ταξικά οριοθετημένοι στόχοι που της δίνουν υπόσταση. Δεν είναι οι επιμέρους αγώνες, αλλά η συνολική κοινωνική πρακτική στη βάση των αναγκαίων κοινωνικών και πολιτικών στόχων για την εργαζόμενη πλειοψηφία, που αποδεικνύουν στα λαϊκά στρώματα ποια τμήματα της Αριστεράς είναι αυτά που έχουν εμπιστοσύνη στον εργαζόμενο λαό και ποια όχι.
Ο κόσμος θα κρίνει γρήγορα και πολύ αυστηρά. Όσους από μας αποφεύγουμε να σκεφτούμε το ερώτημα της εξουσίας και βολευόμαστε στο ρόλο της αντιπολίτευσης στον καπιταλισμό, ρόλο επαρκή για τη μικροαστική μας θέση ή συνείδηση. Όσους από εμάς μένουμε κολλημένοι σ’ ένα μικροαστικό επαναστατισμό και βερμπαλισμό, χωρίς να κάνουμε τον κόπο να «λερωθούμε» και να ρισκάρουμε για το μετασχηματισμό της εν δυνάμει κοινωνικής αριστεράς σε πολιτικό υποκείμενο εργατικής αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Όσους από μας θα θέλαμε να ξυπνήσουμε από το «κακό όνειρο» της κρίσης για να βρεθούμε στο γνώριμο περιβάλλον που ήμασταν πριν από μια δεκαετία, χωρίς ανατροπές και ανοιχτά ερωτήματα.
«Σκονάκι» επιτυχίας σε αυτή την κρίση του λαού δεν έχει κανένας μας. Οι απαντήσεις θα υπάρξουν μόνο αν τις αναζητήσουμε με ανοιχτούς όρους, με μέτρο την πολιτική πράξη, με ταξικές και κοινωνικές δεσμεύσεις, με αποτελεσματικότητα στο ερώτημα της οργάνωσης του λαού σε δύναμη ανατροπής.
Ανάμεσα στο απαίσιο καπιταλιστικό και ευρωδίαιτο παρόν και το αύριο ως στόχο, υπάρχει η επείγουσα ανάγκη για συγκρότηση εργατικών και λαϊκών οργάνων που θα επιβάλλουν τη θέληση της αγωνιζόμενης κοινωνίας, που θα αποτελέσουν το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Να «ξαναδιαβάσουμε» την Οκτωβριανή Επανάσταση. Δεν ήταν μόνο οι μπολσεβίκοι ως «αδιάλλακτο πειθαρχημένο κόμμα εργαλείο». Δεν ήταν μόνο το πρόγραμμα για «ειρήνη και γη», που άρεσε. Ήταν πάνω από όλα ο κρίκος που συνέδεε αυτά τα δύο, με τρόπο που να δίνει χώρο στο κοινωνικό υποκείμενο, δρόμο για τη μετατροπή του σε ευρύτερο πολιτικό υποκείμενο ανατροπής, επανάστασης και δημιουργίας. Ήταν η επαναστατική πολιτική με όργανα τα σοβιέτ και με στόχο ακριβώς «όλη η εξουσία στα σοβιέτ!», δηλαδή την κοινωνική επανάσταση. Δεν είναι μια αμόλυντη εμπειρία, ούτε η μοναδική πολύτιμη. Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε για το πώς και αν αναζητιέται σήμερα αυτός ο «κρίκος», με όρους ταξικής κοινωνικής αντιπροσώπευσης και επαναστατικής προοπτικής. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Υπάρχουν και τα βαρίδια του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού. Αλλά και η στρουθοκάμηλος δε σώθηκε ποτέ χώνοντας το κεφάλι στην άμμο. Αν δεν αναμετρηθούμε, εδώ και τώρα, με αυτή την ανάγκη, δε θα κάνουμε ποτέ εφικτή την πραγμάτωσή της. Δηλαδή, δεν θα είμαστε Αριστερά…
Το μέτωπο της Αριστεράς δεν είναι απλή διακήρυξη, αλλά ουσιαστικός στόχος και αποτέλεσμα ανασύνθεσης και ανασυγκρότησής της. Επανακαθορισμού της με βάση τις ανάγκες του κοινωνικού μετώπου στο οποίο θέλει να ηγηθεί και του στρατηγικού προτάγματος της σύγχρονης κοινωνικής απελευθέρωσης. Όταν η έμφαση στη συζήτηση μας για το «μέτωπο της Αριστεράς» θα είναι περισσότερο στο «ποια αριστερά» και λιγότερο στο «ποιο μέτωπο», πριν καν το καταλάβουμε, θα έχουμε συγκροτήσει ένα νέο μέτωπο, μια νέα ενότητα της Αριστεράς, που θα δράσει πολλαπλασιαστικά, θα αναπτερώσει ελπίδες και θα είναι νικηφόρα.